- ἐπηρεφής
- ἐπηρεφήςoverhangingmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επηρεφής — ἐπηρεφής ές (Α) 1. αυτός που κρέμεται από ψηλά, που προεξέχει («κρημνοὶ ἐπηρεφέες», Ομ. Ιλ.) 2. σκεπαστός, θολωτός 3. καλυμμένος, σκεπασμένος με κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ηρεφής (< ερέφω «σκεπάζω, στεγάζω»)] … Dictionary of Greek
ἐπηρεφῆ — ἐπηρεφής overhanging neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἐπηρεφής overhanging masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἐπηρεφής overhanging masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπηρεφεῖς — ἐπηρεφής overhanging masc/fem acc pl ἐπηρεφής overhanging masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπηρεφές — ἐπηρεφής overhanging masc/fem voc sg ἐπηρεφής overhanging neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπηρεφέας — ἐπηρεφής overhanging masc/fem acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπηρεφέες — ἐπηρεφής overhanging masc/fem nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπηρεφέεσσιν — ἐπηρεφής overhanging masc/fem/neut dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπηρεφέος — ἐπηρεφής overhanging masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπηρεφέ' — ἐπηρεφέα , ἐπηρεφής overhanging neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἐπηρεφέα , ἐπηρεφής overhanging masc/fem acc sg (epic ionic) ἐπηρεφέϊ , ἐπηρεφής overhanging dat sg (epic) ἐπηρεφέε , ἐπηρεφής overhanging masc/fem/neut nom/voc/acc dual (epic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερέφω — ἐρέφω και ἐρέπτω (Α) 1. στεγάζω, καλύπτω με στέγη, σκεπάζω («ξύλοις ἤρεψεν τὴν οἰκίαν», Δημοσθ.) 2. επιστέφω, στεφανώνω, καλύπτω με στεφάνι 3. διακοσμώ, στολίζω κάτι σαν με στεφάνι ή με άνθη («κρανίοις... ναόν... ἐρέφοντα», Πίνδ.) 4. καλύπτω,… … Dictionary of Greek